- Στυξ
- -υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Νμυθ.1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τόν συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών εκείνων που διέπραξαν κακό και δεν απολάμβαναν τις αρμόζουσες νεκρικές τιμές3. (στον Ησίοδο) κόρη τού Ωκεανού και τής Τηθύος4. (σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση) σύζυγος τού Πάλλοντος που έλαβε ενεργό μέρος στο πλευρό τού Διός στη μάχη εναντίον τών Τιτάνων5. πολύ ψυχρή, θανατηφόρα πηγή στην Αρκαδίααρχ.ως προσηγ. ἡ στύξ1. μυθικό τέρας που προξενούσε φόβο2. παγερό και διαπεραστικό ψύχος3. μίσος, αποστροφή και, ιδίως, προς το ανθρώπινο γένος4. σκώψ*.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. Στύξ (< *στυγ-ς) αποτελεί ριζικό όν. σχηματισμένο από θ. στυγ- (για ετυμολ. βλ. λ. στυγῶ). Η λ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «είδος μικρής γλαύκας, σκώψ» πιθ. από συμφυρμό προς τον τ. στρίγξ].
Dictionary of Greek. 2013.